- ἀποπλεῦσαι
- ἀποπλέωsail awaypres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic)ἀποπλέωsail awayaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποπλεύσαι — ἀποπλεύσᾱͅ , ἀποπλέω sail away pres part act fem dat sg (doric) ἀποπλεύσαῑ , ἀποπλέω sail away aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρευθύς — ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ επίρρ. αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα (α. «και παρευθύς σηκώνεται από χάμου, και τραγουδάει», Σολωμ. β. «παρευθύς εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀποπλεῡσαι», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek